σαμιακός — σαμιακός, ή, ό και σαμιώτικος, η, ο αυτός που αναφέρεται στη Σάμο ή προέρχεται από τη Σάμο: Σαμιακός πόλεμος. – Σαμιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαμιακός — a height. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακά — Σαμιακός a height. neut nom/voc/acc pl Σαμιακά̱ , Σαμιακός a height. fem nom/voc/acc dual Σαμιακά̱ , Σαμιακός a height. fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακῶν — Σαμιακός a height. fem gen pl Σαμιακός a height. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακόν — Σαμιακός a height. masc acc sg Σαμιακός a height. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακοῖς — Σαμιακός a height. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακοῦ — Σαμιακός a height. masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακούς — Σαμιακός a height. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακῆς — Σαμιακός a height. fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμιακῇ — Σαμιακός a height. fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)